τροχιστικά

τροχιστικά
τα плата за точку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τροχιστικά" в других словарях:

  • τροχιστικά — τα τα έξοδα για το τρόχισμα, για το ακόνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιστή ή στο τρόχισμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τροχιστικά η αμοιβή τού τροχιστή, τα έξοδα τού τροχίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»